- διαφεγγής
- -ές (ΑΝ)διαφανής, διάφωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφεγγέστερον — διαφεγγής pellucid adverbial comp διαφεγγής pellucid masc acc comp sg διαφεγγής pellucid neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφεγγεῖς — διαφεγγής pellucid masc/fem acc pl διαφεγγής pellucid masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφεγγέα — διαφεγγής pellucid neut nom/voc/acc pl (epic ionic) διαφεγγής pellucid masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφεγγοῦς — διαφεγγής pellucid masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαφεγγής — ές [διαφεγγής] ο αδιαφανής* … Dictionary of Greek
διάφεγγος — η, ο διαφεγγής* … Dictionary of Greek
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek